πάνθυος
Look at other dictionaries:
πάνθυος — ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή είναι αφιερωμένος σε θυσίες («πάνθυον ἔτος», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θύος «θυσία, προσφορά»] … Dictionary of Greek
πάνθυος — ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή είναι αφιερωμένος σε θυσίες («πάνθυον ἔτος», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θύος «θυσία, προσφορά»] … Dictionary of Greek